αποσιωπημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποσιωπημένων

  1. γενική πληθυντικού του αποσιωπημένος
  2. γενική πληθυντικού του αποσιωπημένη
  3. γενική πληθυντικού του αποσιωπημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.