αποσαφηνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσαφηνίζομαι | αποσαφηνιζόμουν(α) | θα αποσαφηνίζομαι | να αποσαφηνίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποσαφηνίζεσαι | αποσαφηνιζόσουν(α) | θα αποσαφηνίζεσαι | να αποσαφηνίζεσαι | (αποσαφηνίζου) | |
| γ' ενικ. | αποσαφηνίζεται | αποσαφηνιζόταν(ε) | θα αποσαφηνίζεται | να αποσαφηνίζεται | ||
| α' πληθ. | αποσαφηνιζόμαστε | αποσαφηνιζόμαστε αποσαφηνιζόμασταν |
θα αποσαφηνιζόμαστε | να αποσαφηνιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποσαφηνίζεστε | αποσαφηνιζόσαστε αποσαφηνιζόσασταν |
θα αποσαφηνίζεστε | να αποσαφηνίζεστε | (αποσαφηνίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποσαφηνίζονται | αποσαφηνίζονταν αποσαφηνιζόντουσαν |
θα αποσαφηνίζονται | να αποσαφηνίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσαφηνίστηκα | θα αποσαφηνιστώ | να αποσαφηνιστώ | αποσαφηνιστεί | ||
| β' ενικ. | αποσαφηνίστηκες | θα αποσαφηνιστείς | να αποσαφηνιστείς | αποσαφηνίσου | ||
| γ' ενικ. | αποσαφηνίστηκε | θα αποσαφηνιστεί | να αποσαφηνιστεί | |||
| α' πληθ. | αποσαφηνιστήκαμε | θα αποσαφηνιστούμε | να αποσαφηνιστούμε | |||
| β' πληθ. | αποσαφηνιστήκατε | θα αποσαφηνιστείτε | να αποσαφηνιστείτε | αποσαφηνιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποσαφηνίστηκαν αποσαφηνιστήκαν(ε) |
θα αποσαφηνιστούν(ε) | να αποσαφηνιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποσαφηνιστεί | είχα αποσαφηνιστεί | θα έχω αποσαφηνιστεί | να έχω αποσαφηνιστεί | αποσαφηνισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποσαφηνιστεί | είχες αποσαφηνιστεί | θα έχεις αποσαφηνιστεί | να έχεις αποσαφηνιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσαφηνιστεί | είχε αποσαφηνιστεί | θα έχει αποσαφηνιστεί | να έχει αποσαφηνιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσαφηνιστεί | είχαμε αποσαφηνιστεί | θα έχουμε αποσαφηνιστεί | να έχουμε αποσαφηνιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσαφηνιστεί | είχατε αποσαφηνιστεί | θα έχετε αποσαφηνιστεί | να έχετε αποσαφηνιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσαφηνιστεί | είχαν αποσαφηνιστεί | θα έχουν αποσαφηνιστεί | να έχουν αποσαφηνιστεί | ||
Μεταφράσεις
αποσαφηνίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.