αποσαθρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσαθρώνομαι | αποσαθρωνόμουν(α) | θα αποσαθρώνομαι | να αποσαθρώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποσαθρώνεσαι | αποσαθρωνόσουν(α) | θα αποσαθρώνεσαι | να αποσαθρώνεσαι | (αποσαθρώνου) | |
| γ' ενικ. | αποσαθρώνεται | αποσαθρωνόταν(ε) | θα αποσαθρώνεται | να αποσαθρώνεται | ||
| α' πληθ. | αποσαθρωνόμαστε | αποσαθρωνόμαστε αποσαθρωνόμασταν |
θα αποσαθρωνόμαστε | να αποσαθρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποσαθρώνεστε | αποσαθρωνόσαστε αποσαθρωνόσασταν |
θα αποσαθρώνεστε | να αποσαθρώνεστε | (αποσαθρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποσαθρώνονται | αποσαθρώνονταν αποσαθρωνόντουσαν |
θα αποσαθρώνονται | να αποσαθρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσαθρώθηκα | θα αποσαθρωθώ | να αποσαθρωθώ | αποσαθρωθεί | ||
| β' ενικ. | αποσαθρώθηκες | θα αποσαθρωθείς | να αποσαθρωθείς | αποσαθρώσου | ||
| γ' ενικ. | αποσαθρώθηκε | θα αποσαθρωθεί | να αποσαθρωθεί | |||
| α' πληθ. | αποσαθρωθήκαμε | θα αποσαθρωθούμε | να αποσαθρωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποσαθρωθήκατε | θα αποσαθρωθείτε | να αποσαθρωθείτε | αποσαθρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποσαθρώθηκαν αποσαθρωθήκαν(ε) |
θα αποσαθρωθούν(ε) | να αποσαθρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποσαθρωθεί | είχα αποσαθρωθεί | θα έχω αποσαθρωθεί | να έχω αποσαθρωθεί | αποσαθρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποσαθρωθεί | είχες αποσαθρωθεί | θα έχεις αποσαθρωθεί | να έχεις αποσαθρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσαθρωθεί | είχε αποσαθρωθεί | θα έχει αποσαθρωθεί | να έχει αποσαθρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσαθρωθεί | είχαμε αποσαθρωθεί | θα έχουμε αποσαθρωθεί | να έχουμε αποσαθρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσαθρωθεί | είχατε αποσαθρωθεί | θα έχετε αποσαθρωθεί | να έχετε αποσαθρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσαθρωθεί | είχαν αποσαθρωθεί | θα έχουν αποσαθρωθεί | να έχουν αποσαθρωθεί | ||
Μεταφράσεις
αποσαθρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.