απομαγνητοφωνούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απομαγνητοφωνούμαι | απομαγνητοφωνούμουν | θα απομαγνητοφωνούμαι | να απομαγνητοφωνούμαι | ||
| β' ενικ. | απομαγνητοφωνείσαι | απομαγνητοφωνούσουν | θα απομαγνητοφωνείσαι | να απομαγνητοφωνείσαι | ||
| γ' ενικ. | απομαγνητοφωνείται | απομαγνητοφωνούνταν | θα απομαγνητοφωνείται | να απομαγνητοφωνείται | ||
| α' πληθ. | απομαγνητοφωνούμαστε | απομαγνητοφωνούμασταν απομαγνητοφωνούμαστε |
θα απομαγνητοφωνούμαστε | να απομαγνητοφωνούμαστε | ||
| β' πληθ. | απομαγνητοφωνείστε | απομαγνητοφωνούσασταν απομαγνητοφωνούσαστε |
θα απομαγνητοφωνείστε | να απομαγνητοφωνείστε | απομαγνητοφωνείστε | |
| γ' πληθ. | απομαγνητοφωνούνται | απομαγνητοφωνούνταν | θα απομαγνητοφωνούνται | να απομαγνητοφωνούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απομαγνητοφωνήθηκα | θα απομαγνητοφωνηθώ | να απομαγνητοφωνηθώ | απομαγνητοφωνηθεί | ||
| β' ενικ. | απομαγνητοφωνήθηκες | θα απομαγνητοφωνηθείς | να απομαγνητοφωνηθείς | απομαγνητοφωνήσου | ||
| γ' ενικ. | απομαγνητοφωνήθηκε | θα απομαγνητοφωνηθεί | να απομαγνητοφωνηθεί | |||
| α' πληθ. | απομαγνητοφωνηθήκαμε | θα απομαγνητοφωνηθούμε | να απομαγνητοφωνηθούμε | |||
| β' πληθ. | απομαγνητοφωνηθήκατε | θα απομαγνητοφωνηθείτε | να απομαγνητοφωνηθείτε | απομαγνητοφωνηθείτε | ||
| γ' πληθ. | απομαγνητοφωνήθηκαν απομαγνητοφωνηθήκαν(ε) |
θα απομαγνητοφωνηθούν(ε) | να απομαγνητοφωνηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απομαγνητοφωνηθεί | είχα απομαγνητοφωνηθεί | θα έχω απομαγνητοφωνηθεί | να έχω απομαγνητοφωνηθεί | απομαγνητοφωνημένος | |
| β' ενικ. | έχεις απομαγνητοφωνηθεί | είχες απομαγνητοφωνηθεί | θα έχεις απομαγνητοφωνηθεί | να έχεις απομαγνητοφωνηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απομαγνητοφωνηθεί | είχε απομαγνητοφωνηθεί | θα έχει απομαγνητοφωνηθεί | να έχει απομαγνητοφωνηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απομαγνητοφωνηθεί | είχαμε απομαγνητοφωνηθεί | θα έχουμε απομαγνητοφωνηθεί | να έχουμε απομαγνητοφωνηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απομαγνητοφωνηθεί | είχατε απομαγνητοφωνηθεί | θα έχετε απομαγνητοφωνηθεί | να έχετε απομαγνητοφωνηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απομαγνητοφωνηθεί | είχαν απομαγνητοφωνηθεί | θα έχουν απομαγνητοφωνηθεί | να έχουν απομαγνητοφωνηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.