αποκαρδιωτικών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποκαρδιωτικών

  1. γενική πληθυντικού του αποκαρδιωτικός
  2. γενική πληθυντικού του αποκαρδιωτική
  3. γενική πληθυντικού του αποκαρδιωτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.