αποκαθηλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκαθηλώνομαι | αποκαθηλωνόμουν(α) | θα αποκαθηλώνομαι | να αποκαθηλώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποκαθηλώνεσαι | αποκαθηλωνόσουν(α) | θα αποκαθηλώνεσαι | να αποκαθηλώνεσαι | (αποκαθηλώνου) | |
| γ' ενικ. | αποκαθηλώνεται | αποκαθηλωνόταν(ε) | θα αποκαθηλώνεται | να αποκαθηλώνεται | ||
| α' πληθ. | αποκαθηλωνόμαστε | αποκαθηλωνόμαστε αποκαθηλωνόμασταν |
θα αποκαθηλωνόμαστε | να αποκαθηλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποκαθηλώνεστε | αποκαθηλωνόσαστε αποκαθηλωνόσασταν |
θα αποκαθηλώνεστε | να αποκαθηλώνεστε | (αποκαθηλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποκαθηλώνονται | αποκαθηλώνονταν αποκαθηλωνόντουσαν |
θα αποκαθηλώνονται | να αποκαθηλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκαθηλώθηκα | θα αποκαθηλωθώ | να αποκαθηλωθώ | αποκαθηλωθεί | ||
| β' ενικ. | αποκαθηλώθηκες | θα αποκαθηλωθείς | να αποκαθηλωθείς | αποκαθηλώσου | ||
| γ' ενικ. | αποκαθηλώθηκε | θα αποκαθηλωθεί | να αποκαθηλωθεί | |||
| α' πληθ. | αποκαθηλωθήκαμε | θα αποκαθηλωθούμε | να αποκαθηλωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποκαθηλωθήκατε | θα αποκαθηλωθείτε | να αποκαθηλωθείτε | αποκαθηλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποκαθηλώθηκαν αποκαθηλωθήκαν(ε) |
θα αποκαθηλωθούν(ε) | να αποκαθηλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποκαθηλωθεί | είχα αποκαθηλωθεί | θα έχω αποκαθηλωθεί | να έχω αποκαθηλωθεί | αποκαθηλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποκαθηλωθεί | είχες αποκαθηλωθεί | θα έχεις αποκαθηλωθεί | να έχεις αποκαθηλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκαθηλωθεί | είχε αποκαθηλωθεί | θα έχει αποκαθηλωθεί | να έχει αποκαθηλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκαθηλωθεί | είχαμε αποκαθηλωθεί | θα έχουμε αποκαθηλωθεί | να έχουμε αποκαθηλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκαθηλωθεί | είχατε αποκαθηλωθεί | θα έχετε αποκαθηλωθεί | να έχετε αποκαθηλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκαθηλωθεί | είχαν αποκαθηλωθεί | θα έχουν αποκαθηλωθεί | να έχουν αποκαθηλωθεί | ||
Μεταφράσεις
αποκαθηλώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.