αποθηκευμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποθηκευμένων

  1. γενική πληθυντικού του αποθηκευμένος
  2. γενική πληθυντικού του αποθηκευμένη
  3. γενική πληθυντικού του αποθηκευμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.