αποθεώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποθεώνω < αποθεώ

Η αποθέωση του Ομήρου του Ζαν Ντομινίκ Ένγκρ
Ρήμα
αποθεώνω
κάμνω κάποιον θεό, εξυμνώ κάποιον ως θεό, εγκωμιάζω καθ΄ υπερβολήν, υποδέχομαι με ενθουσιασμό.
Αντώνυμα
- αποκολοκύνθωση, έργο του Σενέκα του Νεώτερου που αναφέρεται στο Κλαύδιο, μετά το θάνατό του, που αντί να θεοποιηθεί μετατράπηκε στο φυτό Κολοκύνθη.
Εκφράσεις
- «ο λαός τον αποθέωσε κατά την άφιξή του».
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποθεώνω | αποθέωνα | θα αποθεώνω | να αποθεώνω | αποθεώνοντας | |
| β' ενικ. | αποθεώνεις | αποθέωνες | θα αποθεώνεις | να αποθεώνεις | αποθέωνε | |
| γ' ενικ. | αποθεώνει | αποθέωνε | θα αποθεώνει | να αποθεώνει | ||
| α' πληθ. | αποθεώνουμε | αποθεώναμε | θα αποθεώνουμε | να αποθεώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποθεώνετε | αποθεώνατε | θα αποθεώνετε | να αποθεώνετε | αποθεώνετε | |
| γ' πληθ. | αποθεώνουν(ε) | αποθέωναν αποθεώναν(ε) |
θα αποθεώνουν(ε) | να αποθεώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποθέωσα | θα αποθεώσω | να αποθεώσω | αποθεώσει | ||
| β' ενικ. | αποθέωσες | θα αποθεώσεις | να αποθεώσεις | αποθέωσε | ||
| γ' ενικ. | αποθέωσε | θα αποθεώσει | να αποθεώσει | |||
| α' πληθ. | αποθεώσαμε | θα αποθεώσουμε | να αποθεώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποθεώσατε | θα αποθεώσετε | να αποθεώσετε | αποθεώστε | ||
| γ' πληθ. | αποθέωσαν αποθεώσαν(ε) |
θα αποθεώσουν(ε) | να αποθεώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποθεώσει | είχα αποθεώσει | θα έχω αποθεώσει | να έχω αποθεώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποθεώσει | είχες αποθεώσει | θα έχεις αποθεώσει | να έχεις αποθεώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποθεώσει | είχε αποθεώσει | θα έχει αποθεώσει | να έχει αποθεώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποθεώσει | είχαμε αποθεώσει | θα έχουμε αποθεώσει | να έχουμε αποθεώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποθεώσει | είχατε αποθεώσει | θα έχετε αποθεώσει | να έχετε αποθεώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποθεώσει | είχαν αποθεώσει | θα έχουν αποθεώσει | να έχουν αποθεώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.