αποδιαλύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδιαλύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποδιαλύω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδιαλύομαι | αποδιαλυόμουν(α) | θα αποδιαλύομαι | να αποδιαλύομαι | ||
| β' ενικ. | αποδιαλύεσαι | αποδιαλυόσουν(α) | θα αποδιαλύεσαι | να αποδιαλύεσαι | (αποδιαλύου) | |
| γ' ενικ. | αποδιαλύεται | αποδιαλυόταν(ε) | θα αποδιαλύεται | να αποδιαλύεται | ||
| α' πληθ. | αποδιαλυόμαστε | αποδιαλυόμαστε αποδιαλυόμασταν |
θα αποδιαλυόμαστε | να αποδιαλυόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποδιαλύεστε | αποδιαλυόσαστε αποδιαλυόσασταν |
θα αποδιαλύεστε | να αποδιαλύεστε | (αποδιαλύεστε) | |
| γ' πληθ. | αποδιαλύονται | αποδιαλύονταν αποδιαλυόντουσαν |
θα αποδιαλύονται | να αποδιαλύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδιαλύθηκα | θα αποδιαλυθώ | να αποδιαλυθώ | αποδιαλυθεί | ||
| β' ενικ. | αποδιαλύθηκες | θα αποδιαλυθείς | να αποδιαλυθείς | αποδιαλύσου | ||
| γ' ενικ. | αποδιαλύθηκε | θα αποδιαλυθεί | να αποδιαλυθεί | |||
| α' πληθ. | αποδιαλυθήκαμε | θα αποδιαλυθούμε | να αποδιαλυθούμε | |||
| β' πληθ. | αποδιαλυθήκατε | θα αποδιαλυθείτε | να αποδιαλυθείτε | αποδιαλυθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποδιαλύθηκαν αποδιαλυθήκαν(ε) |
θα αποδιαλυθούν(ε) | να αποδιαλυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποδιαλυθεί | είχα αποδιαλυθεί | θα έχω αποδιαλυθεί | να έχω αποδιαλυθεί | αποδιαλυμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποδιαλυθεί | είχες αποδιαλυθεί | θα έχεις αποδιαλυθεί | να έχεις αποδιαλυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδιαλυθεί | είχε αποδιαλυθεί | θα έχει αποδιαλυθεί | να έχει αποδιαλυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδιαλυθεί | είχαμε αποδιαλυθεί | θα έχουμε αποδιαλυθεί | να έχουμε αποδιαλυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδιαλυθεί | είχατε αποδιαλυθεί | θα έχετε αποδιαλυθεί | να έχετε αποδιαλυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδιαλυθεί | είχαν αποδιαλυθεί | θα έχουν αποδιαλυθεί | να έχουν αποδιαλυθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.