απαγάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απαγάγω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγω
  2. θα απαγάγω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.