αξιομνημόνευτο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αξιομνημόνευτο

  1. αιτιατική ενικού του αξιομνημόνευτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αξιομνημόνευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.