αντιρροπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιρροπίζω < αντίρροπος + -ίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιρροπίζω | αντιρρόπιζα | θα αντιρροπίζω | να αντιρροπίζω | αντιρροπίζοντας | |
| β' ενικ. | αντιρροπίζεις | αντιρρόπιζες | θα αντιρροπίζεις | να αντιρροπίζεις | αντιρρόπιζε | |
| γ' ενικ. | αντιρροπίζει | αντιρρόπιζε | θα αντιρροπίζει | να αντιρροπίζει | ||
| α' πληθ. | αντιρροπίζουμε | αντιρροπίζαμε | θα αντιρροπίζουμε | να αντιρροπίζουμε | ||
| β' πληθ. | αντιρροπίζετε | αντιρροπίζατε | θα αντιρροπίζετε | να αντιρροπίζετε | αντιρροπίζετε | |
| γ' πληθ. | αντιρροπίζουν(ε) | αντιρρόπιζαν αντιρροπίζαν(ε) |
θα αντιρροπίζουν(ε) | να αντιρροπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιρρόπισα | θα αντιρροπίσω | να αντιρροπίσω | αντιρροπίσει | ||
| β' ενικ. | αντιρρόπισες | θα αντιρροπίσεις | να αντιρροπίσεις | αντιρρόπισε | ||
| γ' ενικ. | αντιρρόπισε | θα αντιρροπίσει | να αντιρροπίσει | |||
| α' πληθ. | αντιρροπίσαμε | θα αντιρροπίσουμε | να αντιρροπίσουμε | |||
| β' πληθ. | αντιρροπίσατε | θα αντιρροπίσετε | να αντιρροπίσετε | αντιρροπίστε | ||
| γ' πληθ. | αντιρρόπισαν αντιρροπίσαν(ε) |
θα αντιρροπίσουν(ε) | να αντιρροπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντιρροπίσει | είχα αντιρροπίσει | θα έχω αντιρροπίσει | να έχω αντιρροπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντιρροπίσει | είχες αντιρροπίσει | θα έχεις αντιρροπίσει | να έχεις αντιρροπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιρροπίσει | είχε αντιρροπίσει | θα έχει αντιρροπίσει | να έχει αντιρροπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιρροπίσει | είχαμε αντιρροπίσει | θα έχουμε αντιρροπίσει | να έχουμε αντιρροπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιρροπίσει | είχατε αντιρροπίσει | θα έχετε αντιρροπίσει | να έχετε αντιρροπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιρροπίσει | είχαν αντιρροπίσει | θα έχουν αντιρροπίσει | να έχουν αντιρροπίσει |
| |
Μεταφράσεις
αντιρροπίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.