ανηφορίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανηφορίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ανηφορίζω
- κινούμαι, επάνω σε έδαφος που έχει υψομετρικές διαφορές, με κατεύθυνση προς τα πάνω
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανηφορίζω | ανηφόριζα | θα ανηφορίζω | να ανηφορίζω | ανηφορίζοντας | |
| β' ενικ. | ανηφορίζεις | ανηφόριζες | θα ανηφορίζεις | να ανηφορίζεις | ανηφόριζε | |
| γ' ενικ. | ανηφορίζει | ανηφόριζε | θα ανηφορίζει | να ανηφορίζει | ||
| α' πληθ. | ανηφορίζουμε | ανηφορίζαμε | θα ανηφορίζουμε | να ανηφορίζουμε | ||
| β' πληθ. | ανηφορίζετε | ανηφορίζατε | θα ανηφορίζετε | να ανηφορίζετε | ανηφορίζετε | |
| γ' πληθ. | ανηφορίζουν(ε) | ανηφόριζαν ανηφορίζαν(ε) |
θα ανηφορίζουν(ε) | να ανηφορίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανηφόρισα | θα ανηφορίσω | να ανηφορίσω | ανηφορίσει | ||
| β' ενικ. | ανηφόρισες | θα ανηφορίσεις | να ανηφορίσεις | ανηφόρισε | ||
| γ' ενικ. | ανηφόρισε | θα ανηφορίσει | να ανηφορίσει | |||
| α' πληθ. | ανηφορίσαμε | θα ανηφορίσουμε | να ανηφορίσουμε | |||
| β' πληθ. | ανηφορίσατε | θα ανηφορίσετε | να ανηφορίσετε | ανηφορίστε | ||
| γ' πληθ. | ανηφόρισαν ανηφορίσαν(ε) |
θα ανηφορίσουν(ε) | να ανηφορίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανηφορίσει | είχα ανηφορίσει | θα έχω ανηφορίσει | να έχω ανηφορίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανηφορίσει | είχες ανηφορίσει | θα έχεις ανηφορίσει | να έχεις ανηφορίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανηφορίσει | είχε ανηφορίσει | θα έχει ανηφορίσει | να έχει ανηφορίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανηφορίσει | είχαμε ανηφορίσει | θα έχουμε ανηφορίσει | να έχουμε ανηφορίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανηφορίσει | είχατε ανηφορίσει | θα έχετε ανηφορίσει | να έχετε ανηφορίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανηφορίσει | είχαν ανηφορίσει | θα έχουν ανηφορίσει | να έχουν ανηφορίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.