ανατινάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανατινάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανατινάζω
Ρήμα
ανατινάζομαι και ανατινάσσομαι
- με ανατινάζουν, καταστρέφομαι ή σκοτώνομαι με εκρηκτικά
- ανατινάζω τον εαυτό μου, αυτοκτονώ με εκρηκτικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.