αναπροσαρμόζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπροσαρμόζομαι < παθητική φωνή του αναπροσαρμόζω

Ρήμα

αναπροσαρμόζομαι

  • προσαρμόζομαι εκ νέου, προσαρμόζω τον εαυτό μου σε νέες ανάγκες, νέες συνθήκες


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.