αναπροσαρμόζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναπροσαρμόζομαι < παθητική φωνή του αναπροσαρμόζω
Ρήμα
αναπροσαρμόζομαι
- προσαρμόζομαι εκ νέου, προσαρμόζω τον εαυτό μου σε νέες ανάγκες, νέες συνθήκες
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναπροσαρμόζομαι | αναπροσαρμοζόμουν(α) | θα αναπροσαρμόζομαι | να αναπροσαρμόζομαι | ||
| β' ενικ. | αναπροσαρμόζεσαι | αναπροσαρμοζόσουν(α) | θα αναπροσαρμόζεσαι | να αναπροσαρμόζεσαι | (αναπροσαρμόζου) | |
| γ' ενικ. | αναπροσαρμόζεται | αναπροσαρμοζόταν(ε) | θα αναπροσαρμόζεται | να αναπροσαρμόζεται | ||
| α' πληθ. | αναπροσαρμοζόμαστε | αναπροσαρμοζόμαστε αναπροσαρμοζόμασταν |
θα αναπροσαρμοζόμαστε | να αναπροσαρμοζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναπροσαρμόζεστε | αναπροσαρμοζόσαστε αναπροσαρμοζόσασταν |
θα αναπροσαρμόζεστε | να αναπροσαρμόζεστε | (αναπροσαρμόζεστε) | |
| γ' πληθ. | αναπροσαρμόζονται | αναπροσαρμόζονταν αναπροσαρμοζόντουσαν |
θα αναπροσαρμόζονται | να αναπροσαρμόζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναπροσαρμόστηκα | θα αναπροσαρμοστώ | να αναπροσαρμοστώ | αναπροσαρμοστεί | ||
| β' ενικ. | αναπροσαρμόστηκες | θα αναπροσαρμοστείς | να αναπροσαρμοστείς | αναπροσαρμόσου | ||
| γ' ενικ. | αναπροσαρμόστηκε | θα αναπροσαρμοστεί | να αναπροσαρμοστεί | |||
| α' πληθ. | αναπροσαρμοστήκαμε | θα αναπροσαρμοστούμε | να αναπροσαρμοστούμε | |||
| β' πληθ. | αναπροσαρμοστήκατε | θα αναπροσαρμοστείτε | να αναπροσαρμοστείτε | αναπροσαρμοστείτε | ||
| γ' πληθ. | αναπροσαρμόστηκαν αναπροσαρμοστήκαν(ε) |
θα αναπροσαρμοστούν(ε) | να αναπροσαρμοστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναπροσαρμοστεί | είχα αναπροσαρμοστεί | θα έχω αναπροσαρμοστεί | να έχω αναπροσαρμοστεί | αναπροσαρμοσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναπροσαρμοστεί | είχες αναπροσαρμοστεί | θα έχεις αναπροσαρμοστεί | να έχεις αναπροσαρμοστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναπροσαρμοστεί | είχε αναπροσαρμοστεί | θα έχει αναπροσαρμοστεί | να έχει αναπροσαρμοστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναπροσαρμοστεί | είχαμε αναπροσαρμοστεί | θα έχουμε αναπροσαρμοστεί | να έχουμε αναπροσαρμοστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναπροσαρμοστεί | είχατε αναπροσαρμοστεί | θα έχετε αναπροσαρμοστεί | να έχετε αναπροσαρμοστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναπροσαρμοστεί | είχαν αναπροσαρμοστεί | θα έχουν αναπροσαρμοστεί | να έχουν αναπροσαρμοστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναπροσαρμοσμένος - είμαστε, είστε, είναι αναπροσαρμοσμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναπροσαρμοσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναπροσαρμοσμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναπροσαρμοσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναπροσαρμοσμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναπροσαρμοσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναπροσαρμοσμένοι | |||||
Μεταφράσεις
αναπροσαρμόζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.