αναποδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναποδιάζω < ανάποδος + -ιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.poˈðʝa.zo/

Ρήμα

αναποδιάζω

  1. θυμώνω με κάτι και γίνομαι ανάποδος, παύω να είμαι βολικός και καλός
  2. (ως απρόσωπο, στο γ΄ πρόσωπο) για κάτι που ανατρέπεται, δεν βαίνει σύμφωνα με το σχεδιασμό

Κλίση

Και μετοχή παθητικού παρακειμένου: αναποδιασμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.