αναξιόπιστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναξιόπιστα < επίθετο αναξιόπιστος

Επίρρημα

αναξιόπιστα

  • με τρόπο που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, που δεν σε προδιαθέτει να στηριχτείς σε κάποιους ότι θα κάνουν κάτι σωστά, με συνέπεια
  • Δεν είναι τεμπέλης, αλλά φέρεται αναξιόπιστα, δεν παραδίδει στην ώρα του, λέει σαχλές δικαιολογίες, σου αλλάζει παραμέτρους τελευταία στιγμή

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναξιόπιστα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.