ανακριβώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακριβώς < από το επίρρημα της καθαρεύουσας ἀνακριβῶς < από το επίθετο της μεταγενέστερης, ἀνακριβής

Επίρρημα

ανακριβώς

  • με ανακριβή τρόπο (συνήθως στη νομική και πολιτική ορολογία)
Μας μεταφέρθηκε ανακριβώς η πληροφορία ότι...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.