ανακατασκευάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακατασκευάζομαι | ανακατασκευαζόμουν(α) | θα ανακατασκευάζομαι | να ανακατασκευάζομαι | ||
| β' ενικ. | ανακατασκευάζεσαι | ανακατασκευαζόσουν(α) | θα ανακατασκευάζεσαι | να ανακατασκευάζεσαι | (ανακατασκευάζου) | |
| γ' ενικ. | ανακατασκευάζεται | ανακατασκευαζόταν(ε) | θα ανακατασκευάζεται | να ανακατασκευάζεται | ||
| α' πληθ. | ανακατασκευαζόμαστε | ανακατασκευαζόμαστε ανακατασκευαζόμασταν |
θα ανακατασκευαζόμαστε | να ανακατασκευαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανακατασκευάζεστε | ανακατασκευαζόσαστε ανακατασκευαζόσασταν |
θα ανακατασκευάζεστε | να ανακατασκευάζεστε | (ανακατασκευάζεστε) | |
| γ' πληθ. | ανακατασκευάζονται | ανακατασκευάζονταν ανακατασκευαζόντουσαν |
θα ανακατασκευάζονται | να ανακατασκευάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακατασκευάστηκα | θα ανακατασκευαστώ | να ανακατασκευαστώ | ανακατασκευαστεί | ||
| β' ενικ. | ανακατασκευάστηκες | θα ανακατασκευαστείς | να ανακατασκευαστείς | ανακατασκευάσου | ||
| γ' ενικ. | ανακατασκευάστηκε | θα ανακατασκευαστεί | να ανακατασκευαστεί | |||
| α' πληθ. | ανακατασκευαστήκαμε | θα ανακατασκευαστούμε | να ανακατασκευαστούμε | |||
| β' πληθ. | ανακατασκευαστήκατε | θα ανακατασκευαστείτε | να ανακατασκευαστείτε | ανακατασκευαστείτε | ||
| γ' πληθ. | ανακατασκευάστηκαν ανακατασκευαστήκαν(ε) |
θα ανακατασκευαστούν(ε) | να ανακατασκευαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανακατασκευαστεί | είχα ανακατασκευαστεί | θα έχω ανακατασκευαστεί | να έχω ανακατασκευαστεί | ανακατασκευασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανακατασκευαστεί | είχες ανακατασκευαστεί | θα έχεις ανακατασκευαστεί | να έχεις ανακατασκευαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακατασκευαστεί | είχε ανακατασκευαστεί | θα έχει ανακατασκευαστεί | να έχει ανακατασκευαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακατασκευαστεί | είχαμε ανακατασκευαστεί | θα έχουμε ανακατασκευαστεί | να έχουμε ανακατασκευαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακατασκευαστεί | είχατε ανακατασκευαστεί | θα έχετε ανακατασκευαστεί | να έχετε ανακατασκευαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακατασκευαστεί | είχαν ανακατασκευαστεί | θα έχουν ανακατασκευαστεί | να έχουν ανακατασκευαστεί | ||
Μεταφράσεις
ανακατασκευάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.