αμαχητί
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αμαχητί
<
αρχαία ελληνική
ἀμαχητί
<
μάχη
Επίρρημα
αμαχητί
χωρίς να δώσει κάποιος
μάχη
, χωρίς να προβάλει
αντίσταση
Συγγενικά
απόλεμα
απολέμιστα
Μεταφράσεις
αμαχητί
αγγλικά
:
without
(en)
battle
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.