αλυσοδεμένο
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
αλυσοδεμένο
- αιτιατική ενικού του αλυσοδεμένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλυσοδεμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.