αλλότροπο

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

αλλότροπο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλλότροπο ουδέτερο

  • το ίδιο χημικό στοιχείο σε μία από τις πιθανές δομές που σχηματίζει
    Ο όρος αλλότροπα αφορά χαρακτηρισμό χημικών στοιχείων.
    Συγκεκριμένα, αλλότροπα στοιχεία ονομάζονται όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία εμφανίζονται με περισσότερες της μιας φυσικές μορφές, αφού τα άτομά τους συνδυάζονται με ποικίλους τρόπους.
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σκληρό διαμάντι και ο μαλακός γραφίτης που θεωρούνται αλλότροπα του άνθρακα. Παρότι και τα δύο χημικά αυτά στοιχεία αποτελούνται μόνο από άτομα του άνθρακα, εντούτοις εμφανίζονται με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αλλότροπο (en)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αλλότροπος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλλότροπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.