αλλότροπο
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- αλλότροπο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αλλότροπο ουδέτερο
- το ίδιο χημικό στοιχείο σε μία από τις πιθανές δομές που σχηματίζει
- Ο όρος αλλότροπα αφορά χαρακτηρισμό χημικών στοιχείων.
- Συγκεκριμένα, αλλότροπα στοιχεία ονομάζονται όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία εμφανίζονται με περισσότερες της μιας φυσικές μορφές, αφού τα άτομά τους συνδυάζονται με ποικίλους τρόπους.
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σκληρό διαμάντι και ο μαλακός γραφίτης που θεωρούνται αλλότροπα του άνθρακα. Παρότι και τα δύο χημικά αυτά στοιχεία αποτελούνται μόνο από άτομα του άνθρακα, εντούτοις εμφανίζονται με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες.
-
Αλλότροπα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αλλότροπο
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αλλότροπο (en)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αλλότροπος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλλότροπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.