αλληλεπικαλύπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλληλεπικαλύπτομαι < αλληλο- + επικαλύπτομαι
Ρήμα
αλληλεπικαλύπτομαι
- (αλληλοπαθητικό) επικαλύπτομαι από κάποιον άλλο και τον επικαλύπτω κι εγώ με τη σειρά μου
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.