αλευροκοσκινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλευροκοσκινίζω | αλευροκοσκίνιζα | θα αλευροκοσκινίζω | να αλευροκοσκινίζω | αλευροκοσκινίζοντας | |
| β' ενικ. | αλευροκοσκινίζεις | αλευροκοσκίνιζες | θα αλευροκοσκινίζεις | να αλευροκοσκινίζεις | αλευροκοσκίνιζε | |
| γ' ενικ. | αλευροκοσκινίζει | αλευροκοσκίνιζε | θα αλευροκοσκινίζει | να αλευροκοσκινίζει | ||
| α' πληθ. | αλευροκοσκινίζουμε | αλευροκοσκινίζαμε | θα αλευροκοσκινίζουμε | να αλευροκοσκινίζουμε | ||
| β' πληθ. | αλευροκοσκινίζετε | αλευροκοσκινίζατε | θα αλευροκοσκινίζετε | να αλευροκοσκινίζετε | αλευροκοσκινίζετε | |
| γ' πληθ. | αλευροκοσκινίζουν(ε) | αλευροκοσκίνιζαν αλευροκοσκινίζαν(ε) |
θα αλευροκοσκινίζουν(ε) | να αλευροκοσκινίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλευροκοσκίνισα | θα αλευροκοσκινίσω | να αλευροκοσκινίσω | αλευροκοσκινίσει | ||
| β' ενικ. | αλευροκοσκίνισες | θα αλευροκοσκινίσεις | να αλευροκοσκινίσεις | αλευροκοσκίνισε | ||
| γ' ενικ. | αλευροκοσκίνισε | θα αλευροκοσκινίσει | να αλευροκοσκινίσει | |||
| α' πληθ. | αλευροκοσκινίσαμε | θα αλευροκοσκινίσουμε | να αλευροκοσκινίσουμε | |||
| β' πληθ. | αλευροκοσκινίσατε | θα αλευροκοσκινίσετε | να αλευροκοσκινίσετε | αλευροκοσκινίστε | ||
| γ' πληθ. | αλευροκοσκίνισαν αλευροκοσκινίσαν(ε) |
θα αλευροκοσκινίσουν(ε) | να αλευροκοσκινίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αλευροκοσκινίσει | είχα αλευροκοσκινίσει | θα έχω αλευροκοσκινίσει | να έχω αλευροκοσκινίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αλευροκοσκινίσει | είχες αλευροκοσκινίσει | θα έχεις αλευροκοσκινίσει | να έχεις αλευροκοσκινίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αλευροκοσκινίσει | είχε αλευροκοσκινίσει | θα έχει αλευροκοσκινίσει | να έχει αλευροκοσκινίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλευροκοσκινίσει | είχαμε αλευροκοσκινίσει | θα έχουμε αλευροκοσκινίσει | να έχουμε αλευροκοσκινίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αλευροκοσκινίσει | είχατε αλευροκοσκινίσει | θα έχετε αλευροκοσκινίσει | να έχετε αλευροκοσκινίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλευροκοσκινίσει | είχαν αλευροκοσκινίσει | θα έχουν αλευροκοσκινίσει | να έχουν αλευροκοσκινίσει |
| |
Μεταφράσεις
αλευροκοσκινίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.