αλευροκοσκινίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλευροκοσκινίζω < αλεύρι + κοσκινίζω

Ρήμα

αλευροκοσκινίζω

  1. κοσκινίζω αλεύρι
  2. μεταχειρίζομαι αλευροκόσκινο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.