αιώνιο

Νέα ελληνικά (el)

το αιώνιο

Ετυμολογία

αιώνιο < αιώνιος

Ουσιαστικό

αιώνιο ουδέτερο

  1. (φυτό) γένος φυτών ενδημικών στις Κανάριες νήσους

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αιώνιο

  1. αιτιατική ενικού του αιώνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αιώνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.