αιμοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αιμοφόρο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αιμοφόρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αιμοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.