αειφόρο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αειφόρο

  1. αιτιατική ενικού του αειφόρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αειφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.