αδιάφορα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αδιάφορα
<
αδιάφορος
Επίρρημα
αδιάφορα
χωρίς την εκδήλωση
ενδιαφέροντος
Κοιτούσε
αδιάφορα
τους περαστικούς
Μεταφράσεις
αδιάφορα
αγγλικά
:
indifferently
(en)
γαλλικά
:
indifféremment
(fr)
εβραϊκά
:
באדישות
(he)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.