αγόγγυστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγόγγυστα < αγόγγυστ(ος) + -α
Επίρρημα
αγόγγυστα
- χωρίς γογγυσμούς, παράπονα και διαμαρτυρίες, χωρίς κριτική αμφισβήτηση, υπομονετικά (για κάτι που συνήθως όταν πρέπει να γίνει αναμένονται αντιδράσεις επειδή είναι π.χ. κουραστικό)
Μεταφράσεις
αγόγγυστα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.