αγρόν ηγόρασα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγρόν ηγόρασα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή .
- Προέρχεται από τη φράση της Καινής Διαθήκης:
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 14.18
- καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ, Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
Έκφραση
αγρόν ηγόρασα
- (μεταφορικά, λόγιο) αδιαφορώ, δεν ενδιαφέρομαι, ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα και αδιαφορώ για σημαντικά
- αγρόν ηγόραζα
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.