αγουρωπών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγουρωπών
- γενική πληθυντικού του αγουρωπός
- γενική πληθυντικού του αγουρωπή
- γενική πληθυντικού του αγουρωπό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.