αγιάτρευτη
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγιάτρευτη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αγιάτρευτος
Ομώνυμα / Ομόηχα
- αγιάτρευτοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.