αγαπημένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

αγαπημένο

  1. αιτιατική ενικού του αγαπημένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγαπημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.