αβλεπής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αβλεπής < αβλεπτώ
Επίθετο
αβλεπής
- μηδαμινός, τιποτένιος, ανάξιος ακόμα και να τον κοιτάξεις
- που κάνει συχνά λάθη, αβλεψίες επειδή δεν προσέχει
Μεταφράσεις
αβλεπής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.