αβάφτιστων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αβάφτιστων και αβάπτιστων
- γενική πληθυντικού του αβάφτιστος
- γενική πληθυντικού του αβάφτιστη
- γενική πληθυντικού του αβάφτιστο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.