ήκιστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ήκιστα < αρχαία ελληνική ἥκιστα, υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος ἦκα

Επίρρημα

ήκιστα

  1. (αρχαιοπρεπές) ελάχιστα, σχεδόν ανεπαίσθητα
  2. (αρχαιοπρεπές) καθόλου, με κανένα τρόπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.