ήθελε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ήθελε < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ήθελε
- θα μπορούσε να (μόνο σε σταθερές εκφράσεις όπως ό,τι ήθελε προκύψει και ό,τι ήθελε συμβεί)
- ελάτε στο πάρτι ... και ό,τι ήθελε προκύψει
- δεν έχω καμία ευθύνη για ό,τι ήθελε συμβεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.