έτος φωτός
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
έτος φωτός ουδέτερο
- (αστρονομία) μονάδα μέτρησης των αποστάσεων που ορίζεται ως η απόσταση που διανύει το φως σε ένα έτος
Μεταφράσεις
έτος φωτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.