έννομη συνέπεια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έννομη συνέπεια < (καθαρεύουσα): έννομος συνέπεια
Πολυλεκτικός όρος
έννομη συνέπεια θηλυκό
- (νομικός όρος) χαρακτηρίζεται το επερχόμενο αποτέλεσμα πράξης, που προβλέπει η υφιστάμενη νομοθεσία, ή οι όροι συνθήκης, ή νόμιμης σύμβασης, ή που ορίζει τελεσίδικα δικαστική Αρχή
- ↪ έννομη συνέπεια παράνομης πράξης είναι ο κολασμός αυτής
- ↪ έννομη συνέπεια της αγοραπωλησίας είναι η μεταβίβαση κυριότητας
- ↪ έννομη συνέπεια εκ της φορολογίας είναι η καταβολή, ή απαλλαγή φόρου, δασμού, ή τελών
- ↪ έννομη συνέπεια της κατάπαυσης πυρός, όταν συνομολογείται, είναι η διακοπή των εχθροπραξιών
- ↪ έννομη συνέπεια της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος είναι η εξόφληση του ιδίου λογαριασμού
- ↪ έννομη συνέπεια της ανθρωποκτονίας σε κάποιες πολιτείες της Αμερικής είναι η θανατική ποινή
Υπώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.