έιτζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έιτζ < αγγλική AIDS (Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας)

Ουσιαστικό

έιτζ ουδέτερο άκλιτο

  • λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από τον ιό HIV και επιφέρει τη βαθμιαία κατάρρευση του ανοσοποιητικού συστήματος
    το έιτζ μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή ή με μετάγγιση μολυσμένου αίματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.