άστρινο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άστρινο

  1. αιτιατική ενικού του άστρινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άστρινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.