άκλητων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άκλητων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του άκλητος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του άκλητος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άκλητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.