άθεο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άθεο

  1. αιτιατική ενικού του άθεος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άθεος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.