άβλαβο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άβλαβο

  1. αιτιατική ενικού του άβλαβος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άβλαβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.