Φαρμακούσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Φαρμακούσα < φαρμακοῦσα

Κύριο όνομα

Φαρμακούσα θηλυκό

  1. (νησί) το Φαρμακονήσι των Δωδεκανήσων
     συνώνυμα: Φαρμάκω
    στον πληθυντικό Φαρμακοῦσαι: ονομάζονταν από τους αρχαίους γεωγράφους δύο νησίδες στα βόρεια της Σαλαμίνας - σήμερα ονομάζονται «Κυράδες»

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.