Τόκιο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Τόκιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική Tokyo < ιαπωνική 東京 (ανατολική πρωτεύουσα) < (ανατολή), (πρωτεύουσα)

Κύριο όνομα

Τόκιο και παλιότερα Τόκυο ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.