Τουράν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Τουράν < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή
Τουράν αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- το όνομα με το οποίο αποκαλούσαν οι αρχαίοι Πέρσες περιοχή του σημερινού Τουρκεστάν καθώς και τη χώρα των Τατάρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.