Παναγιά

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

Παναγιά < Παναγία

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.naˈʝa/

Κύριο όνομα

Παναγιά θηλυκό

  1. (θρησκεία): δημώδης ονομασία και επίκληση της Θεοτόκου
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Εκφράσεις

  • Παναγιά μου
  • Παναγιά μου, πρόφθασε!
  • και της Παναγιάς τα μάτια: (= για πολύ μεγάλη ποσότητα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.