Παναγιά
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Παναγιά < Παναγία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.naˈʝa/
Κύριο όνομα
Παναγιά θηλυκό
Εκφράσεις
- Παναγιά μου
- Παναγιά μου, πρόφθασε!
- και της Παναγιάς τα μάτια: (= για πολύ μεγάλη ποσότητα)
-
Παναγιά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.