Πέρσος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πέρσος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πέρσος αρσενικό

Αναφορές

  • Πέρσος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.