Νυμφίος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Νυμφίος ελληνιστική < αρχαία ελληνική νυμφίος.

Κύριο όνομα

Νυμφίος αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • (θρησκεία) ο Ιησούς Χριστός

Εκφράσεις

  • Νυμφίος της Εκκλησίας
  • Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται

Παράγωγα

  • Ακολουθία του Νυμφίου

Συγγενικά

  • τροπάριο του νυμφώνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.